- στάλα
- (I)ἡ, ΝΑ(δωρ. τ.) βλ. στήλη.————————(II)η, Ν1. μικρή ποσότητα υγρού, σταγόνα, σταλαγματιά («ζει τού νερού και η στάλα οπού κολλάει στο ποτήρι», Σολωμ.)2. μτφ. πολύ μικρή ποσότητα (α. «ήπια μια στάλα κρασί» β. «κοιμήθηκα μια στάλα»)3. φρ. α) «ούτε μια στάλα» — καθόλουβ) «στάλα στάλα» — κατά σταγόνες, σε πολύ μικρές δόσεις, με το σταγονόμετρογ) «σαν τη στάλα στο κλαρί» — επί ξυρού ακμής, σε πολύ κρίσιμο σημείοδ) «δεν έχει στάλα μυαλό» — είναι τελείως απερίσκεπτος.[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματ. από το ρ. σταλάζω, ενώ κατ' άλλους από θ. στα- τού στάζω + κατάλ. -λα].————————(III)η, Ν1. η κατάσταση ανάπαυσης τών αιγοπροβάτων, στάλισμα2. ο χρόνος ανάπαυσης τών ζώων, η ώρα που σταλίζουν.[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ. από το ρ. σταλίζω*].
Dictionary of Greek. 2013.